- ἐγίνωσκον
- γιγνώσκωcome to knowimperf ind act 3rd pl (ionic)γιγνώσκωcome to knowimperf ind act 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вѣдати — ВѢДА|ТИ (306), Ю, ѤТЬ гл. 1. Знать, иметь сведения: иже не вѣдати. нечьстивьно възвѣщающе. [еретики] х҃сѹ д҃не сѫдьнааго. (ἀγνοεῖν) КЕ XII, 271а; а иноѥ грамоты. ѹ нас нѣтѹть. ни потаили ѥсмы. ни вѣдаѥмъ Гр 1262–1263 (новг.); аже кто крьнеть чюжь … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek